ξηραντήριο

ξηραντήριο
το
βλ. ξηραντήριος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξηραντήριος — α, ο 1. ξηραντικός 2. το ουδ. ως ουσ. το ξηραντήριο τεχνολ. εγκατάσταση ή συσκευή που χρησιμοποιείται για την ξήρανση διαφόρων υλικών, καθώς και ο χώρος τών εγκαταστάσεων αυτών (α. «ξηραντήριο ξυλείας» β. «ξηραντήριο αγροτικών προϊόντων» γ.… …   Dictionary of Greek

  • ζυμαρικά — Παρασκευάσματα από σιμιγδάλι, σκληρά σιτηρά και νερό, τα οποία κόβονται σε διάφορα σχήματα και συνήθως ξεραίνονται προτού μαγειρευτούν σε βραστό νερό. Τα ζ. ήταν γνωστά από την αρχαιότητα. Οι Αιγύπτιοι και οι Κινέζοι τους έδιναν σχήμα μακριών και …   Dictionary of Greek

  • ξηραντήρας — ξηραντήρας, ο και ξηραντήριο, το συσκευή ή εγκατάσταση όπου ξεραίνονται, στεγνώνουν διάφορες ουσίες, αλλ. στεγνωτήρας ή στεγνωτήρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”